νηττάριον

νηττάριον
νηττάριον
duckling
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νηττάριον — νηττάριον, τὸ (Α) (αττ. τ.) βλ. νησσάριον …   Dictionary of Greek

  • νησσάριο — το (ΑΜ νησσάριον, Α και αττ. τ. νηττάριον, Μ και νησσάρι[ο]ν) νεογνό νήσσας, παπάκι ή μικρόσωμη νήσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα / νῆττα «πάπια» + υποκορ. κατάλ. άριο(ν)] …   Dictionary of Greek

  • φάσσιον — το, ΜΑ, και αττ. τ. φάττιον Α [φάσσα / φάττα] 1. υποκορ. τού φάσσα («ἀλεκτρυόνιον, φάττιον, περδίκιον», Αθαν.) 2. κολακευτικό όνομα («νηττάριον ἂν καὶ φάττιον ὑπεκορίζεται», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • φιλοττάριον — τὸ, Α ποιητ. υποκορ. τ. τού φιλότης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. φίλος και νηττάριον και αποτελεί τρυφερή προσφώνηση γυναίκας προς άνδρα με σημ. «μικρό αγαπημένο παπάκι». Λιγότερο πιθανή θεωρείται η άποψη ότι πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”